- πλαστούργημα
- το, ΝΜΑ [πλαστουργώ]1. το αποτέλεσμα τού πλαστουργώ, έργο πλαστικής2. (ιδίως σχετικά με τον άνθρωπο ως δημιούργημα τού θεού) έργο πλάστη, δημιούργημα («ἔλαβεν ὁ πλάστης πρὸς ἑαυτὸν τὸ πλαστούργημα», Φώτ.)νεοελλ.-μσν.πλάσμα τής φαντασίας, μύθευμα.
Dictionary of Greek. 2013.